- Δημητρίου
- Δημ/ητριοςmasc gen sgΔημήτριοςofmasc/fem/neut gen sgΔημήτριοςofmasc gen sgΔημήτριοςofneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δημητρίου — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι. 2. Απόστολος. Καταγόταν από την Αμβρακία και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά και του Δημητρίου … Dictionary of Greek
Δημητρίου, Ανδρέας — (1934 – 1956). Κύπριος αγωνιστής του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Άγγλων. Οι Άγγλοι τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Απαγχονίστηκε μαζί με τον συναγωνιστή του Μιχαήλ Καραολή στις 10 Μαΐου 1956. Προπαγανδιστικό φυλλάδιο που… … Dictionary of Greek
Δημητρίου Υψηλάντη, δήμος — Νέος δήμος (3.058 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Λιβερών, Μαυροδενδρίου, Ποντοκώμης και Σιδερά, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Μαυροδένδρι … Dictionary of Greek
Δημητρίου, Σωτήριος — (Θεσπρωτία 1955 –). Λογοτέχνης. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και εργάζεται. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1985 με την έκδοση και κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής… … Dictionary of Greek
Αγίου Δημητρίου, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Δήμος (65.173 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2. Νέος δήμος (6.502 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην… … Dictionary of Greek
Αγίου Δημητρίου, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στην Αμαλιάδα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Αμφιάλη του Πειραιά. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το… … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Hagios Demetrios — Hagios Demetrios, die Demetriosbasilika in Thessaloniki, Aussenansicht … Deutsch Wikipedia
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek